- ὁμόχωροι
- ὁμόχωροςneighbouringmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek
ομόχωρος — η, ο και ομοχώριος, α, ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, ον) 1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης 2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι (στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα… … Dictionary of Greek